ἄσκοπα

ἄσκοπα
ἄσκοπος 1
inconsiderate
neut nom/voc/acc pl
ἄσκοπος 2
aimless
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μάταια — άσκοπα, χωρίς νόημα: Μάταια εκλιπαρούσε να τον συγχωρέσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ήλιθα — ἤλιθα (Α) επίρρ. 1. αρκετά, υπερβολικά («ληίδα συνελάσσαμεν ἤλιθα πολλήν» λάφυρα συγκεντρώσαμε πάρα πολλά, Ομ. Ιλ.) 2. άσκοπα, μάταια («οἵ τε πέτονται ἤλιθα» κι αυτοί πετούν άσκοπα, Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. ήλιθα < *ήλιθος < ηλεός*. ΠΑΡ. ηλίθιος] …   Dictionary of Greek

  • ετώσιος — ἐτώσιος, ον (Α) (επικ. επίθ.) 1. μάταιος, άσκοπος («βέλος ὠκὺ ἐτώσιον ἔκφυγε χειρός», Ομ. Ιλ.) 2. ανωφελής, άχρηστος, περιττός («σὺ δ ἐτώσια πόλλ ἀγορεύσεις», Ησίοδ.) 3. αυτός που δεν έχει φθάσει εις πέρας, ανεκτέλεστος, ατέλειωτος («τὸ δ ἔργον… …   Dictionary of Greek

  • καταρρεμβεύω — (Α) κάνω κάποιον να περιφέρεται άσκοπα («καὶ κατερρέμβευσεν αὐτοὺς ἐν τῇ ἐρήμῳ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥεμβεύω (μεταπλασμένος τ. τού ῥέμβομαι «περιφέρομαι άσκοπα»)] …   Dictionary of Greek

  • ματαιολογώ — (Α ματαιολογῶ, έω) [ματαιολόγος] λέω πράγματα άσκοπα και ανόητα, φλυαρώ άσκοπα, κενολογώ …   Dictionary of Greek

  • ρέμπελος — η, ο, Ν 1. (για πολεμιστές) αυτός που δεν ανήκει σε τακτικό στρατιωτικό σώμα, ο αντάρτικος 2. αυτός που χάνει άσκοπα τον καιρό του χωρίς να κάνει τίποτε 3. αυτός που περιφέρεται άσκοπα εδώ κι εκεί 4. άτακτος, ακατάστατος («ρέμπελο σπίτι») 5.… …   Dictionary of Greek

  • άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • άλας — Βλ. λ. άλατα. * * * ( ατος), το (Α ἅλας) (νεοελλ. και αλάτι, το αρχ. και ἅλς ἁλός, ο) 1. το χλωριούχο νάτριο, το μαγειρικό αλάτι που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη συντήρηση τροφίμων (βλ. λ. άλατα) 2. η δύναμη που συντηρεί και κάνει… …   Dictionary of Greek

  • άλιος — (I) ἅλιος, ία, ον και ος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στη θάλασσα, ο θαλάσσιος 2. ως προσδιορισμός θεών, νυμφών κ.λπ. τής θάλασσας (Νηρέας, Νηρηίδες). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς. ΠΑΡ. ἁλιεύς, αρχ. άλιας. ΣΥΝΘ. αρχ. ἐνάλιος, εἰνάλιος νεοελλ. αλιόφως]. (II)… …   Dictionary of Greek

  • άλλως — επίρρ. (Α ἄλλως) με άλλο τρόπο, διαφορετικά, αλλιώς νεοελλ. 1. σε αντίθετη περίπτωση, ειδεμή 2. (σε σύνθεση με το τε) άλλωστε εκτός τούτου, εξάλλου αρχ. 1. (σε συνδυασμό με άλλα επιρρ.) «ἄλλως πως» ή «πως ἄλλως», με κάποιο άλλο τρόπο, κάπως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”